ἀνθρωπουργία
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, das Menschenschaffen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπουργία: ἡ, -ουργός, όν, (*ἔργω) = ἀνθρωποποιία, -ποιός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀνθρωπουργία, η (Μ)
η ανθρωποποιία.