ἀνθυπούργησις
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
-εως, ἡ, returning of a kindness, Hsch.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ devolución de un favor Hsch.
German (Pape)
[Seite 236] ἡ, Gegengefälligkeit, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπούργησις: -εως, ἡ, ἡ ἀνταπόδοσις εὐεργεσίας, «ἀντευεργέτημα» Ἡσύχ.