ἀντεμπίπτω
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
fall into the place of, Phlp.in Ph.547.19; attack in return, Agath.5.19.
Spanish (DGE)
1 caer, ocupar el lugar de ἑτέρων ἀντεμπίπτει τῶν σωμάτων τῷ ἐξιόντι Phlp.in Ph.547.19.
2 abs. atacar a su vez Agath.5.19.12.
Greek Monolingual
ἀντεμπίπτω (Α)
1. περιέρχομαι στη θέση κάποιου άλλου
2. αντεπιτίθεμαι.