ἀντεξέτασις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A comparison, A.D.Synt.161.10, Aps.p.248H., al.
2 term of comparison, of an integer compared with the sum of the preceding integers, Theol.Ar.10.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 distinción, identificación τῶν κτητικῶν A.D.Synt.161.10.
2 razón de un número y el o los precedentes Theol.Arith.10.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, prüfende Vergleichung, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξέτᾰσις: -εως, ἡ, παραβολή, σύγκρισις δύο πραγμάτων, ἡ τῶν παρ’ ἀλλήλους τιθεμένων ἐξέτασις καὶ θεωρία, Ρήτορες (Walz) 9. σ. 498. 26.
Greek Monolingual
ἀντεξέτασις, η (Α)
συγκριτική εξέταση, σύγκριση, παραβολή.