ἀντιρρητορεύω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
speak against, dispute with, τινί Max. Tyr.9.3.
Spanish (DGE)
hablar contra, discutir c. dat. τοῖς λέγουσι Max.Tyr.3.3, ταῖς τοῦ τυράννου παρηγορίαις LXX 4Ma.6.1, cf. Ephr.Syr.1.113A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρρητορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον, ἀντιλέγω, ἀντερρητόρευε τοῖς λέγουσι Μάξ. Τύρ. 9. 3.