ἀπαραλλαξία

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραλλαξία Medium diacritics: ἀπαραλλαξία Low diacritics: απαραλλαξία Capitals: ΑΠΑΡΑΛΛΑΞΙΑ
Transliteration A: aparallaxía Transliteration B: aparallaxia Transliteration C: aparallaksia Beta Code: a)parallaci/a

English (LSJ)

ἡ,
A indistinguishability, Stoic.2.34 (pl.), cf. Phld. Sign.6,37; ὁμοιότης κατ' -ίαν S.E.M.7.108.
II unshakable determination, Stoic.3.73.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
indistinción, semejanza absoluta πάντα πράγματα συγχέουσι ταῖς ἀ. Chrysipp.Stoic.2.34, τοῦ σημείου Phld.Sign.9.11, cf. 6.9, 37.27, ὁμοιότης κατ' ἀπαραλλαξίαν S.E.M.7.108
entre los crist. en rel. c. las personas de la Trinidad, Acac.Caesar.Fr.Marcell. en Epiph.Const.Haer.72.10 (p.264.32), Thdr.Mops.Io 9.3.

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, das Nichtverschieden-, vollkommen gleich sein, Plut. adv. Stoic. 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
immutabilité.
Étymologie: ἀπαράλλακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραλλαξία:отсутствие различия, полное сходство Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραλλαξία: ἡ, τὸ ἀμετάβλητον, Πλούτ. 2. 1077C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 108.

Greek Monolingual

ἀπαραλλαξία, η (Α)
η ιδιότητα του αμετάβλητου, του αναλλοίωτου.