ἀπαρτιζόντως
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
Adv. adequately, precisely, λόγος κατ' ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.Stoic.3.247, cf. Apollod.ib.3.260; Alex.Aphr.in Top.42.27; of division, without remainder, Theo Sm.p.76 H.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. pres. de ἀπαρτίζω q.u., cf. ἀπηρτισμένως
1 completamente λόγος κατὰ ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.Stoic.3.247, cf. Alex.Aphr.in Top.42.27, 43.1, οὐδενὸς αὐτοῦ (τοῦ χρόνου) τῶν μερῶν ὑπάρχοντος ἀ. Apollod.Stoic.3.260.
2 mat. en la división de manera exacta, sin resto ὅταν ὁ μείζων ὅρος καταμετρήται ὑπὸ τοῦ ἐλάττονος ἀ. Theo Sm.p.76.
German (Pape)
[Seite 281] vollkommen, D. L. 7, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτιζόντως: ἐπίρρ., τελείως, Διογ. Λ. 7. 60.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρτιζόντως: в точности, вполне Diog. L.