ἀπορρυΐσκω
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
run off, of whey in making cheese, Eust.1625. 65.
Spanish (DGE)
escurrirse el suero del queso, Eust.1625.65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρυΐσκω: ἀπορρέω, ἐπὶ τοῦ ὀρροῦ τοῦ ἐκρέοντος ἐκ τοῦ μεταβληθέντος εἰς τυρόν γάλακτος: «δηλοῖ τοῦ γάλακτος ῥοῶδες τὸ μὴ πηγνύμενον εἰς τυρὸν, ἀλλ’ ἀπορρυϊσκόμενον» Εὐστ. 1625. 65.