ἀποσήθω

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσήθω Medium diacritics: ἀποσήθω Low diacritics: αποσήθω Capitals: ΑΠΟΣΗΘΩ
Transliteration A: aposḗthō Transliteration B: aposēthō Transliteration C: apositho Beta Code: a)posh/qw

English (LSJ)

A sift off, separate by sifting, Dsc.5.88.
2 metaph., riddle completely, rob, Herodic. ap. Ath.13.591c.

Spanish (DGE)

cribar, cerner en v. pas. τὸ πρῶτον ἀποσησθέν en la confección de albayalde, Dsc.5.88
act. fig. τοὺς συνόντας de una hetera cribar, esquilmar a sus amantes, Herodicus en Ath.591c.

German (Pape)

[Seite 324] durchseihen, ὕδωρ Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσήθω: κοσκινίζω, χωρίζω διὰ κοσκινίσματος, ἀποσήθοντες τοῦ πυροῦ τὸ τρόφιμον Κλήμ. Ἀλ. 164: ― στραγγίζω, σουρώνω, ὕδωρ, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μεταφ. «ξεστραγγίζω», γυμνώνω τινά, κατακλέπτω αὐτόν, «Ἡρόδικος δὲ... τὴν Φρύνην παρὰ τοῖς ῥήτορσι... Σηστὸν καλεῖσθαι διὰ τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας» Ἀθήν. 591C.

Greek Monolingual

ἀποσήθω (Α)
1. κοσκινίζω
2. σιγά σιγά κατακλέβω την περιουσία κάποιου.