ἀποσμύχομαι

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσμύχομαι Medium diacritics: ἀποσμύχομαι Low diacritics: αποσμύχομαι Capitals: ΑΠΟΣΜΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aposmýchomai Transliteration B: aposmychomai Transliteration C: aposmychomai Beta Code: a)posmu/xomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass., to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσμύχομαι: медленно чахнуть: ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. они в бессильной злобе скрежещут зубами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.

Greek Monolingual

άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.

Greek Monotonic

ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.

Middle Liddell

to be consumed by a slow fire, to pine away, Luc.