ἀποτίβατος
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
ἀποτίβατον, Dor. and poet. for ἀπρόσβατος, S.Tr.1030 (lyr.).
Spanish (DGE)
v. ἀπρόσβατος.
German (Pape)
[Seite 330] dor. p. für ἀπρόσβατος, Soph. Trach. 1024, ἁγρία νόσος, Schol. ἁπροσπέλαστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. c. ἀπρόσβατος;
inabordable ; terrible.
Étymologie: ἀ, προσβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτίβᾰτος: дор. Soph. = ἀπρόσβατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίβᾰτος: -ον, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ ἀπρόσβατος, Σοφ. Τρ. 1030.
Greek Monotonic
ἀποτίβᾰτος: Δωρ. αντί ἀ-πρόσβατος, σε Σοφ.