ἀποτριάζω

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτρῐάζω Medium diacritics: ἀποτριάζω Low diacritics: αποτριάζω Capitals: ΑΠΟΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apotriázō Transliteration B: apotriazō Transliteration C: apotriazo Beta Code: a)potria/zw

English (LSJ)

to be victorious in wrestling (cf. τριακτήρ), Sch.A.Ch. 339 (Pass.); to be victorious in the pentathlon (πένταθλον), Poll.3.151: = τρεῖς πληγὰς δοῦναι, AB438, Hsch.

Spanish (DGE)

asestar tres golpes Hsch., AB 438
de ahí vencer en el pentatlon Poll.3.151, cf. Sch.A.Ch.339.

German (Pape)

[Seite 332] triumphiren. Bei B. A. p. 428 ein Fechterausdruck, τρεῖς πληγὰς δοῦναι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτριάζω: ἀναδεικνύομαι νικητὴς ἐν πεντάθλῳ, «ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν» Πολυδ. Γ΄, 151, «ἀποτριάσαι, οἱ δὲ ἀποτριάξαι διὰ τοῦ ξ, πληγὰς τρεῖς δοῦναι» Α. Β. 438. 7, «οὐκ ἀτρίακτος, οὐκ ἀνίκητος ἀπὸ τῶν παλαιστῶν, οἵ ἀποτριάζονται ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 339.

Greek Monolingual

ἀποτριάζω (Α)
νικώ στο πένταθλο.