ἀποχειρόβιος

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχειρόβῐος Medium diacritics: ἀποχειρόβιος Low diacritics: αποχειρόβιος Capitals: ΑΠΟΧΕΙΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: apocheiróbios Transliteration B: apocheirobios Transliteration C: apocheirovios Beta Code: a)poxeiro/bios

English (LSJ)

ἀποχειρόβιον, = ἀποχειροβίοτος (living by the work of one's hands), Poll. 1.50, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que vive del trabajo de sus manos Poll.1.50 (ap. crít.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχειρόβιος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν, «ἀποχειρόβιοι· οἱ ἁλιεῖς καὶ χειρώνακτες καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται» Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 50.

Greek Monolingual

ἀποχειρόβιος κ. -βίωτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής.

German (Pape)

ἀποχειροβίωτος ?