ἀπόπληξις
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἀποπληξία, σώματος Hp.Aph.6.56.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. apoplejía, parálisis τοῦ σώματος Hp.Aph.6.56, τῶν μελέων τινός Hp.Prorrh.2.14, abs., Heph.Astr.2.32.17.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, dasselbe, Hippocr.; Eutrop. 8, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπληξις: -εως, = τῷ προηγ., σώματος Ἱππ. Ἀφ. 1258.