ἀπότροχος
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
ὁ, (ἀποτρέχω) race-course, Ar.Fr.637 (pl.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ estadio ἐβάδιζέ μοι τὸ μειράκιον ἐξ ἀποτρόχων volvía mi chico de las carreras Ar.Fr.645, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 332] ὁ, Laufbahn, Ar. frg. 541 bei Schol. Eur. Med. 46.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότροχος: ὁ ристалище Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότροχος: -ον, (ἀποτρέχω) δρόμος, τρέξιμον, ἐβάδιζέ μοι τὸ μειράκιον ἐξ ἀποτρόχῳν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 541· «ἐξ ἀποτρόχου, ἐκ περιδρόμου» Ἡσύχ., «ἀποτρόχου, ἐξ ἄρματος δρόμου» ὁ αὐτ.