ἀριστερόχειρ
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
[ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ, left-handed, Sor.1.111.
Spanish (DGE)
-χειρος zurdo Sor.84.21, Synes.Ep.4.
German (Pape)
[Seite 352] ρος, linkhändig, der nur die linke Hand braucht, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀντὶ τῆς δεξιᾶς, «ζερβός», Συνέσ. 162B.