ἀσκόπως

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

French (Bailly abrégé)

adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.

Spanish

atolondradamente, inadecuadamente, inintencionadamente, irreflexivamente, sin atención

Russian (Dvoretsky)

ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.