ἀσπιστικός
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ἀσπιστική, ἀσπιστικόν, composed of warriors, φάλαγξ D.H.20.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
formado por guerreros armados con escudo φάλαγξ D.H.20.3.
Greek Monolingual
ἀσπιστικός, -ή, -όν (Α) ασπιστής
αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες.