ἀστυπόλος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 379] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠπόλος: -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― ὡσαύτως -πολίτης, ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ hombre de ciudad οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.Regn.24.