ἀσύμπτωτος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμπτωτος Medium diacritics: ἀσύμπτωτος Low diacritics: ασύμπτωτος Capitals: ΑΣΥΜΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: asýmptōtos Transliteration B: asymptōtos Transliteration C: asymptotos Beta Code: a)su/mptwtos

English (LSJ)

ἀσύμπτωτον,
A not falling in, full, of face or body, Hp.Hum.4, Gal.11.25, al.; not closing, of the edges of a wound, ἀ. χείλη Antyll. ap. Orib.7.11.10; not liable to collapse, Anon.Lond.26.50.
II not touching, τῇ ψυχῇ Plu.Lib. 7.
2 especially in Math., of lines or planes which never meet, e.g. parallel straight lines, Hero *Deff.70; of lines which do not cut a curve, non-secant, ἀ. τῇ τομῇ αἱ ΓΔ, ΓΕ Apollon.Perg.Con.2.1, cf. 14; ἀσύμπτωτος (sc. γραμμή), ἡ, asymptote, of the hyperbola, ib.2.3, etc.; of the conchoid, Procl.in Euc.p.366 F.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no coincide, de los labios de una herida que no queda cerrada Antyll. en Orib.7.11.6.
2 mat. que no se encuentran, no concurrentes de las líneas paralelas, Procl.in Euc.175.12, Hero Def.70
de los semicírculos de una esfera, Autol.Sphaer.8, de las líneas no paralelas pero en diferente plano, Procl.in Euc.175.24
subst. τὸ ἀσύμπτωτον la propiedad de no concurrir en un punto Procl.in Euc.176.18
ἀσύμπτωτος asíntota de la hipérbole, Apollon.Perg.Con.2.1, 2.4.
3 que no alcanza ταῦτα γάρ ἐστι ... τῇ ψυχῇ ἀσύμπτωτα Plu.Lib.7.
II 1que no reduce su tamaño, del cuerpo o la cara hinchado Hp.Hum.4, Gal.11.25.
2 que no puede reducirse τὰ ἡμέτερα σώματα τοῖς ἀσυμπτώτοις ἔοικε σώμασιν ὡς σίφωσί τε καὶ καλάμοις por tener una armadura interna, Anon.Lond.26.50.

German (Pape)

[Seite 380] nicht zusammenfallend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμπτωτος: -ον, ὁ μὴ συμπίπτων, συμπιεζόμενος, συγκλείων, Ἱππ. 47. 42, Γαλην. τ. 14, σ. 715.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύμπτωτος, -ον) συμπίπτω
1. (στα μαθηματικά, γενικά, για γραμμές, επίπεδα ή σημεία) «ασύμπτωτη ευθεία» — ευθεία γραμμή του επιπέδου της καμπύλης, η οποία πλησιάζει ένα τμήμα αυτής χωρίς ποτέ να την τέμνει
2. αυτός που δεν συμπίπτει ή που δεν συμφωνεί με άλλον, ο ασύμφωνος
αρχ.-μσν.
αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει καταβληθεί από αρρώστια ή που δεν είναι αδυνατισμένος
2. αυτός που δεν αγγίζει ή δεν ακουμπά κάτι.