ἀταλαιπώρητος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
v. ἀταλαίπωρος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es sin esfuerzo, libre de molestias, fácil κατεργασία τῆς τροφῆς Sor.100.27, βίος Chrys.M.62.295.
2 adv. ἀταλαιπωρήτως = miserablemente κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαι Sch.E.Hec.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως.
German (Pape)
[Seite 383] dasselbe, Schol. Ar. Th. 1081.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀταλαιπώρητος, -ον)
ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες
νεοελλ.
1. ξεκούραστος
2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος.