ἀταλαιπώρητος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀταλαιπώρητος Medium diacritics: ἀταλαιπώρητος Low diacritics: αταλαιπώρητος Capitals: ΑΤΑΛΑΙΠΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atalaipṓrētos Transliteration B: atalaipōrētos Transliteration C: atalaiporitos Beta Code: a)talaipw/rhtos

English (LSJ)

v. ἀταλαίπωρος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es sin esfuerzo, libre de molestias, fácil κατεργασία τῆς τροφῆς Sor.100.27, βίος Chrys.M.62.295.
2 adv. ἀταλαιπωρήτως = miserablemente κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαι Sch.E.Hec.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως.

German (Pape)

[Seite 383] dasselbe, Schol. Ar. Th. 1081.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀταλαιπώρητος, -ον)
ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες
νεοελλ.
1. ξεκούραστος
2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος.