ἀτημέλεια
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[τ], ἡ, carelessness, Plu.2.608f, Agath.5.13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη A.R.3.830
abandono, descuido ἐθείρας ... οἱ ἀτημελίῃ A.R.l.c., ὑπὁ χρόνου καὶ ἀτημελείας ἐπεπτώκει ... οἰκοδομία Agath.5.13.5.
German (Pape)
[Seite 386] ἡ, Sorglosigkeit, Nachlässigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημέλεια: καὶ -ησία, ἡ, ἀνεπιμελησία, ὀλιγωρία, «παραμέλησις», Βυζ.