ἀτρεμαιότης
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
-ητος, ἡ, calmness, Hp.Praec.13.
Greek Monolingual
ἀτρεμαιότης, η (Α) ατρεμαίος
ηρεμία, σταθερότητα.