ἀφέψημα
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
-ατος, τό, decoction, Dsc. 2.107, Lyc. ap. Orib.8.25.2, Ruf.ib.7.26.67, Gal.13.9.
German (Pape)
[Seite 409] τό, das Abgekochte, Absud, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέψημα: τό, ἀπόβρασμα, ὁ ζωμὸς τοῦ βρασθέντος πράγματος, Διοσκ. 2. 129, Γαλην. 13. 9.
Greek Monolingual
το (Α ἀφέψημα) αφέψω
το προϊόν του βρασμού φυτικής ουσίας, το ζεστό.