ἀχολία
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.
Russian (Dvoretsky)
ἀχολία: ἡ отсутствие желчности, кротость Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.