ἁβροβάτης

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβροβᾰ́της Medium diacritics: ἁβροβάτης Low diacritics: αβροβάτης Capitals: ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: habrobátēs Transliteration B: habrobatēs Transliteration C: avrovatis Beta Code: a(broba/ths

English (LSJ)

ἁβροβάτου, ὁ, softly or delicately stepping, A Pers.1072; Subst. in B.3.48.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
d'allure efféminée.
Étymologie: ἁβρός, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἁβροβάτης: ου adj. m, f плавно выступающий, идущий тихой поступью, медлительный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροβάτης: ὁ ἁβρὰ βαίνων, ὁ ἁπαλά, τρυφερὰ καὶ καμαρωτὰ περιπατῶν ὡς αἱ γυναῖκες· «γοᾶσθ’ ἁβροβάται». Αἰσχύλ. Πέρσ. (1073) 1051. Τὴν γραφὴν ταύτην ἀποκρούει ὁ Ἕρμανος, ἀλλ’ ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὅμοιαι λέξεις ὡς, ἁβρόγοοι (αὐτόθ. 541. «ἁβρόγοοι Περσίδες»), ἁβροπενθεῖς, αἵτινες ὑποστηρίζουσιν τὴν γραφήν. Ἴδ. καὶ ἀκροπενθής.

Greek Monotonic

ἁβροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατά ελαφρά, απαλά, κομψά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βαίνω
softly or delicately stepping, Aesch.