ἁλίδονος

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίδονος Medium diacritics: ἁλίδονος Low diacritics: αλίδονος Capitals: ΑΛΙΔΟΝΟΣ
Transliteration A: halídonos Transliteration B: halidonos Transliteration C: alidonos Beta Code: a(li/donos

English (LSJ)

ἁλίδονον, = ἁλιδινής, σώματα A.Pers.275; cf. ἁλιβαφής.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
sacudido por el mar ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ A.Pers.275.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ballotté sur mer.
Étymologie: ἅλς¹, δονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίδονος: гонимый по морю (μέλεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίδονος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κυλινδηθείς, ἴδε ἐν λ. ἁλιβαφής.

Greek Monotonic

ἁλίδονος: -ον (ἅλς, δονέω), περιδινούμενος κάτω από τη θάλασσα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[ἅλς, δονέω
sea-tossed, Aesch.