ἁνίοχος

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. c. ἡνίοχος.

Russian (Dvoretsky)

ἁνίοχος: ὁ дор. = ἡνίοχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁνίοχος: Δωρ. ἀντὶ ἡνίοχος, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον Πινδ. Ν. 6. 75.

English (Slater)

ᾱνῐοχος chariot driver ἐν τεσσαρά- κοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.50) met., Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον i. e. a trainer (N. 6.66)