ἄνῳδος
From LSJ
English (LSJ)
ἄνῳδον, songless, Arist.HA488a34.
Spanish (DGE)
-ον que no canta de animales, Arist.HA 488a34.
German (Pape)
[Seite 268] (ᾠδή), gesanglos, nicht singend, Arist. H. A. 1, 1, 29.
Russian (Dvoretsky)
ἄνῳδος: не поющий (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῳδος: -ον, ὁ μὴ ᾄδων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 29.
Greek Monolingual
ἄνωδος, -ον (Α)
(για πουλιά) αυτός που δεν κελαηδάει.