ἅρπαγος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, hook, ἅρπαγοι χεροῖν A.Fr.258B:—as Adj., χερσὶν ἁρπάγοις S.Fr. 706.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 garra ganchuda ἅρπαγοι χ[ε] ροῖν de las harpías A.Fr.259a.
2 adj. fig. ávido, rapaz χερσὶν ἁρπάγοις S.Fr.706
•ladrón πράξεις ὡς λύκων καὶ ἁρπάγων ... πραττόντων PMasp.2.3.15 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 358] ὁ, = ἅρπαξ, Sp., Schol.
Greek Monolingual
βλ. άρπαγας.