Ἀπολλωνιακός
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Ἀπολλωνιακή, Ἀπολλωνιακόν, = Ἀπολλώνιος 1, Ph.2.560, Dam.Pr.95, Olymp.Vit.Pl. p.1 W.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
apoloníaco, de Apolo μονάς Procl.in Alc.83, πηγή Dam.Pr.95, ὄρνεον Olymp.in Alc.2.31
•subst. τὰ Ἀ. atributos de Apolo Ph.2.560.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀπολλωνιακός: -ή, -όν, = Ἀπολλώνιος Ι. Φίλων 2. 560.