Ἀττικίζω
From LSJ
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
English (LSJ)
A side with the Athenians, Th.3.62, X.HG1.6.13, Hell.Oxy.12.1.
II speak Attic, Eup.8.3 D., Pl.Com.168.1; opp. Ἑλληνίζω, Posidipp. 28.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀττικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, λαμβάνω τὸ μέρος τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 3. 62, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 13. ΙΙ. ὁμιλῶ τὴν Ἀττικὴν διάλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 1, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Ἑλληνίζω, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 2.
Greek Monotonic
Ἀττικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (Ἀττικός), συντάσσομαι με τους Αθηναίους, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
[αττικός]
to side with the Athenians, Thuc., Xen.