ἐγκαταπίνω
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
German (Pape)
[Seite 706] (s. πίνω), hineintrinken, verschlucken, Philo im pass.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. aor. subj. -ποθῇ Ph.1.670; perf. ind. -πέποται Dam.Pr.67]
1 engullir, tragar del mar, en v. pas. ἡ ναῦς Ph.l.c., fig. de una pers. καίτοι κατακλυζόμενος οὐκ ἐγκαταπίνομαι βύθιος Ph.2.300, cf. 1.553.
2 fig. absorber, subsumir en v. pas. πάντα ... αὐτῷ (τῷ ἑνί) ἐγκαταπέποται Dam.l.c.