ἐγκοτύλη
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a game of pick-a-back, in which a boy was carried about kneeling on the hollow of another's folded hands (κοτύλαι) (cf. Poll.9.122), Ath. 11.479a, Paus.Gr.Fr.143.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [frec. divissim ἐν κοτύλῃ Paus.Gr.ε 6, Poll.9.122, Ath.479a, Hsch.s.u. ἐφεδρίζειν]
juego consistente en entrelazar las manos detrás de la espalda para llevar a un compañero que apoya en ellas las rodillas, Ath.Epit.479a, Eust.1282.57.
German (Pape)
[Seite 709] ein athen. Spiel, bei dem der Sieger mit den Knieen auf der hohlen Hand, κοτύλη, getragen wurde, bei Ath. XI, 479 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοτύλη: ἡ, παιδιὰ ἐν Ἀθήναις, καθ’ ἣν ὁ νικώμενος διαπλέξας ὀπίσω τοὺς δακτύλους τῶν χειρῶν ἐδέχετο ἐπ’ αὐτῶν τὸν νικήσαντα, ὃς «ἐνθεὶς τὸ γόνυ ταῖς χερσὶ καὶ περιλαβὼν τοῦ αἴροντος τὴν κεφαλὴν ἢ τὸν τράχηλον ἐβαστάζετο» Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1282. 55, Ἀθήν. 479Α. Ἡ παιδιὰ αὕτη ὠνομάζετο καὶ ἐγκρικάδεια (ἐπίρρ.), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει, Θεογν. Καν. σ. 164. 27.
Greek Monolingual
ἐγκοτύλη, η (Α)
παιχνίδι στην Αθήνα κατά το οποίο ο νικημένος έδενε πίσω τα χέρια του σαν κάθισμα κι επάνω στεκόταν ο νικητής με τα γόνατα.