ἐκλειπία
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἡ, failure, lack, πίστεως J.AJ19.4.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta, ausencia ἐ. τῆς ... πίστεως falta de lealtad I.AI 19.273.
Greek Monolingual
ἐκλειπία, η (Α)
εγκατάλειψη, παραμέληση.