ἐκναυστολέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
ἐκναυστολῶ (ἐκναυστολέω) (Μ)
εκπλέω, αποπλέω εναντίον κάποιας περιοχής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκναυστολέω: ἐκπλέω, Κ. Μανασσ. Χρ. σ. 97.