ἐλάτειρα
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
[ᾰ], fem. of ἐλατήρ, ἵππων ἐ., of Artemis, Pi.Fr.89; βοῶν ἐ. Σελήνη Nonn. D. 1.331.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
conductora c. gen. θοᾶν ἵππων de Ártemis, Pi.Fr.89a, βοῶν Nonn.D.1.331, 11.186, 47.283, ποιμενίη ... βοῶν ἐλάτειρα καλαῦροψ el cayado pastoril conductor de la vacada Colluth.109.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, Treiberinn, Lenkerinn; ἵππων Pind. frg. 59; Nonn. D. 11, 186.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάτειρα: (ᾰ) ἡ погоняющая (ἵππων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτειρα: θηλ. τοῦ ἐλατήρ, ἵππων ἐλ., ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, τί κάλλιον …, θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; Πινδ. Ἀποσπ. 59˙ διώκτρια, ἀπελαστική, τοῦ ψεύδους ἐλάτειραν Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 4Ε.
English (Slater)
ἐλᾰτειρα f. subs., driver τὶ κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; i. e. Artemis fr. 89a. 3.
Greek Monolingual
η
βλ. ελατήρ.