ἐμπερπερεύομαι
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
= περπερεύομαι (boast), Cic.Att.1.14.4, Arr.Epict.2.1.34.
Spanish (DGE)
alardear, vanagloriarse, quo modo ἐνεπερπερευσάμην novo auditori Pompeio! Cic.Att.14.4, ἐκεῖνα δείξεις ... καὶ ἐμπερπερεύσῃ Arr.Epict.2.1.35.
German (Pape)
[Seite 812] = simplez; Cic. Att. 1, 14; Ar. Epict. 2, 1, 34.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερπερεύομαι: манерничать, рисоваться (alicui Cic.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερπερεύομαι: περπερεύομαι, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 14, 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 34.
Greek Monolingual
ἐμπερπερεύομαι (Α)
περπερεύομαι, κομπάζω για κάτι.