ἐμποδοστατέω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
to be in the way, Epicur.Ep.1p.9U., PTeb.24.54 (ii B.C.), Ph.1.186:—also ἐμποδιοστατέω, v.l. LXX Jd.11.35.
Spanish (DGE)
1 salir al encuentro de, c. el doble sent. ponerse en el camino de c. ac. ἐμπεποδοστάτηκάς με te has puesto en mi camino LXX Id.11.35.
2 ser un obstáculo o estorbo οὐθὲν ἐμποδοστατεῖ τῶν ἐν τοῖς μετεώροις φαινομένων Epicur.Ep.[3] 95, τίς ... εὐτάκτως πεδιάδα γῆν διώδευσε φάλαγξ ... οὐκ ἐμποδοστατοῦντος (οὐδενός); ¿qué falange recorre en formación la llanura, sin que ninguno (de los soldados) estorbe? (a los demás), Dion.Alex.Fr.3.7 (p.146), c. giro prep. οὐδὲν τὸ ἐμποδοστατῆσόν ἐστι πρὸς τὴν ἀπειρίαν τῶν κόσμων no hay nada que se oponga a que el universo sea infinito Epicur.Ep.[2] 45, cf. Ph.1.186
•c. ac. int. ταῦτ' ... ἐμποδοστατήσαντες mediante estas acciones de obstrucción, PTeb.24.54 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 815] im Wege stehen, Sp., wie D. L. 10, 95; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστατέω: προξενῶ ἐμπόδιον εἰς πόδας τινός, γίνομαι ἐμπόδιον, ἐμποδίζω, Διογ. Λ. 10, 95· διάφ. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐμπεποδοστάτηκάς με ἀντὶ τοῦ: ταραχῇ ἐτάραξάς με (Κριταὶ ΙΑ΄, 35).
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδοστᾰτέω: стоять на пути, препятствовать, задерживать Diog. L.