ἐναγείρω
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
gather together in or with, Nic.Th.945 (tm.):—Med., A.R.3.347: Ep.aor. part. Pass. ἐναγρόμενος Opp.H.2.351.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰγείρω)
• Morfología: [aor. subj. 1a plu. ἐν ... ἀγείρομεν Il.1.142 (tm.), pas. part. ἐναγρόμενος Opp.H.2.351]
reunir, juntar ἐν δ' ἐρέτας ... ἀγείρομεν Il.l.c., ἐν κυκλάμινον ἀγείρας Nic.Th.945 (tm.), en v. pas. λαῶν ... ἐναγρομένων ἀγορῇσι las gentes ... habiendo sido reunidas en la plaza Opp.l.c.
•en v. med. mismo sent. τῇ (νηΐ) δ' ἐναγειράμενος ... εἴ τι φέριστον ἡρώων y reuniendo en ella (la nave) ... a lo más poderoso de los héroes A.R.3.347.
German (Pape)
[Seite 824] (s. ἀγείρω), darin versammeln, med., Ap. Rh. 3, 347; λαῶν ἐναγρομένων ἀγορῇσι Cpp. H. 2, 351.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰγείρω: συναθροίζω, συνάγω, Νικ. Θηρ. 945. - Μέσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 347: - Ἐπικ. μετοχ. ἀορ. παθ. ἐναγρόμενος, ἐναγρομένων ἀγορῇσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 351.
Greek Monolingual
ἐναγείρω (Α)
συνάγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω μέσα σε κάτι.