ἐναποκλύζω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
in Pass., to be stirred about in, τινί Dsc.3.34.
Spanish (DGE)
lavar en, bañar en c. dat., en v. pas. ἐναποκλυσθέντων αὐτῷ κλωναρίων Dsc.3.34.2, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.
German (Pape)
[Seite 828] abspülen in, τί τινι, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποκλύζω: ἀποκλύζω, ἀποπλύνω τι ἔν τινι, μόνον οὐχὶ... ἐναποκλυζόμενον ταῖς φιάλαις τὸ πρόσωπον Κλήμ. Ἀλ. 185.
Greek Monolingual
ἐναποκλύζω (Α)
αποπλύνω κάτι με κάτι άλλο.