ἐνδοῖ

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

German (Pape)

[Seite 835] od. ἔνδοι, dasselbe, Theocr. 15, 1. 77. S. Ahrens Dor. 365.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδοῖ: ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἔνδοθι, Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. οἴκοι.

Greek Monolingual

ἔνδοι και ἐνδοῖ (Α)
επίρρ. μέσα.