ἐνθουσιαστικῶς
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
adv.
dans une sorte de transport.
Étymologie: ἐνθουσιαστικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιαστικῶς: восторженно: ἐ. διατιθέναι τινά Plut. приводить кого-л. в восторг.