ἐντροπηματικός
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἐντροπηματική, ἐντροπηματικόν, respectable, Glossaria on δεινός, Apollon.Lex.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
respetable de pers., glos. a δεινός Apollon.Lex.936.