ἐξεπαίρω

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπαίρω Medium diacritics: ἐξεπαίρω Low diacritics: εξεπαίρω Capitals: ΕΞΕΠΑΙΡΩ
Transliteration A: exepaírō Transliteration B: exepairō Transliteration C: eksepairo Beta Code: e)cepai/rw

English (LSJ)

stir up, excite one to do, c. inf., Ar.Lys.623; ὅ σ' ἐξεπᾱρεῖ (fut.) μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν E.Fr.963.

German (Pape)

[Seite 877] erregen, antreiben; τὰς γυναῖκας, καταλαβεῖν τὰ χρήματα Ar. Lys. 623; ὅ σ' ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν p. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.

French (Bailly abrégé)

exciter, encourager à, inf..
Étymologie: ἐξ, ἐπαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπαίρω: побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι μεῖζον, ἢ χρεών, φρονεῖν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπαίρω: διεγείρω, παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινές... τάς... γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ’ ἡμῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 622· μηδ’ εὐτύχημα μηδὲν ὧδ’ ἔστω μέγα, ὃ σ’ ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 102F.

Greek Monolingual

ἐξεπαίρω (Α)
προκαλώ κάποιον να κάνει κάτι («μή... τὰς γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήματα ἡμῶν», Αριστοφ.).