Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξεριστικός

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεριστικός Medium diacritics: ἐξεριστικός Low diacritics: εξεριστικός Capitals: ΕΞΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exeristikós Transliteration B: exeristikos Transliteration C: ekseristikos Beta Code: e)ceristiko/s

English (LSJ)

ἐξεριστική, ἐξεριστικόν, captious, disputatious, dub. l. in Epicur.Sent.14; cf. ἐξερειστικός.

German (Pape)

[Seite 878] ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.

Greek Monolingual

ἐξεριστικός, -ή, -όν (Α) εξεριστής
αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεριστικός: умеющий (успешно) спорить: δύναμις ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.