ἐπίπαππος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ὁ, grandfather's grandfather, Poll.3.18, Sch.rec.S.OT 183; or, grandfather's father, Jul.Or.2.82b, Hsch.; grandfather, Lib. Or.1.3, al., prob.l.in BCH17.532 (Mysia).
German (Pape)
[Seite 968] ὁ, Urgroßvater, Hesych.; nach Poll. 3, 18 u. Schol. Soph. O. R. 183 Großvater des Großvaters, atavus.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πάππος, Λατ. atavus, Πολυδ. Γ΄, 18· ἢ πρόπαππος, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἡσύχ. Εὐστ. Πονημ. 39. 58.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπίπαππος) πάππος
1. ο πατέρας του παππού, ο προπάππος
2. ο παππούς του παππού, ο πρόγονος
αρχ.
παππούς.