ἐπαμμένος
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
Ion. for ἐφημμένος, pf. part. Pass. of ἐφάπτω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Moy. ion. de ἐφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμμένος: ион. part. pf. pass. к ἐφάπτω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμμένος: Ἰων. ἀντὶ ἐφημμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐφάπτω.
Greek Monotonic
ἐπαμμένος: Ιων. αντί ἐφημμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐφάπτω.