ἐπεισδύω

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

German (Pape)

[Seite 911] (s. δύω), intr. ἐπεισδύουσαι, unvermerkt eindringen, Arist. polit. 5, 8, Bekk., v. l. παραδυομένη.

Greek Monolingual

ἐπεισδύω και ἐπεισδύνω (Α) εισδύω
εισδύω κάπου απαρατήρητος («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή παράβασις», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισδύω: проскальзывать (внутрь), проникать (ἡ ἐπεισδύουσα παρέκβασις Arst.).