ἐπιδιαμένω
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
remain after, D.L.Prooemia 11, Dsc.1.12, Artem.1.45; continue to exist, Diog.Oen.36.
German (Pape)
[Seite 937] (s. μένω), noch dabei bleiben, Sp.
Greek Monolingual
ἐπιδιαμένω (Α)
διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαμένω: оставаться, сохраняться (ἡ ψυχὴ καὶ ἐπιδιαμένει καὶ μετεμβαίνει Diog. L.).